-
1 типографический
-
2 станок
станок 1-нка α.1. εργατομηχανή•фрезерный, станок φραίζα κατατομών•
ткэцкий станок ο αργαλειός•
токарный станок ο τόρνος•
типографический ή печатный станок πιεστήριο τυπογραφείου•
сверлильный станок διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανοκίνητο.
2. βλ. стан?3. κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. || οκρίβαντας.4. υποστήριγμα.5. στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης).6. συσκευή προσαρμογής. || ξεχωριστό τμήμα σταύλου•станок для телят τμήμα σταύλου για τα μοσχαράκια.
станок 2-нка α.1. παλ. σταθμός οδικός.2. χωριουδάκι (στη Σιβηρία).
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русский- Со всех языков на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Башкирский
- Греческий